γαμικοί

γαμικοί
γαμικός
of
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γαμικός — ή, ό (AM γαμικός, ή, όν) [γάμος] ο σχετικός με τον γάμο νεοελλ. φρ. «γαμικό σύμφωνο» συμβολαιογραφικό έγγραφο με το οποίο οι σύζυγοι ρυθμίζουν πριν τον γάμο τις περιουσιακές τους σχέσεις αρχ. 1. φρ. α) «γαμικοί νόμοι» νόμοι που ρυθμίζουν τα… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Μυκόνου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Mυκόνου είναι ένα από τα παλαιότερα της Eλλάδας. Xτίστηκε αρχικά, σε λιτό νεοκλασικό σχέδιο, το 1905, για να στεγάσει τα σημαντικά ευρήματα από τη γειτονική Pήνεια. Tη σημερινή κυκλαδίτικη μορφή του απέκτησε μετά τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”